- χάπτω
- Μκαταπίνω, καταβροχθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω» με δάσυνση τού αρχικού συμφώνου (πρβλ. τα γοτθ. hafjan, γερμ. happen, με τα οποία συνδέεται το ρ., βλ. και λ. κάπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek
hap — HAP1 interj. Cuvânt care imită zgomotul produs de apucarea sau de înghiţirea rapidă a ceva. – Onomatopee. Trimis de gall, 30.06.2002. Sursa: DEX 98 HAP2, hapuri, s.n. (pop. şi fam.) Medicament preparat în formă de pastilă sau de caşetă, pentru… … Dicționar Român